- γίνομαι
- (AM γίγνομαι και γίνομαι)1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι4. καθίσταμαι, αποβαίνω5. είμαι, υπάρχω6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό7. (για χρονική διάρκεια) συμπληρώνομαι8. μεταβάλλομαι, αλλάζω κατάσταση9. καταλήγω, καταντώ10. ανήκω σε κάποιον ή περιέρχομαι στον έλεγχο ή στην εξουσία κάποιου11. (ως απροσ.) γίνεταια) συμβαίνει, τυχαίνει να...β) αρμόζει, ταιριάζει να...γ) είναι δυνατόν, μπορεί να...12. φρ. α) γένοιτομακάρι να γίνει, αμήνβ) «ὂ μὴ γένοιτο» — μακάρι να μη γίνειγ) «ό,τι έγινε, έγινε», «ὄ γέγονε, γέγονε», «τὰ γενόμενα οὐκ ἀπογίνεται» — ότι συνέβη δεν μπορεί ν' αλλάξει ή να ξεχαστείμσν.-νεοελλ. ισχύω, επακολουθώνεοελλ.Ι. 1. συντελούμαι, παίρνω οριστική μορφή2. (για καρπούς) ωριμάζω3. (για πράγματα) αποτελούμαι, συνίσταμαι από...II. φρ.1. «γίνομαι άνθρωπος» — εξανθρωπίζομαι ή ευπρεπίζομαι2. «γίνομαι άλλος άνθρωπος» — αλλάζω ριζικά3. «γίνομαι άνω κάτω» (ή «έξω φρενών»)εξοργίζομαι, αναστατώνομαι, συγχύζομαι4. «γίνομαι βαπόρι» — θυμώνω πολύ5. «γίνομαι βάρος» — επιβαρύνω, ενοχλώ6. «γίνομαι ένα» — πάω με το μέρος κάποιου, ταυτίζομαι7. «γίνομαι θέατρο» — γελοιοποιούμαι, διασύρομαι, ρεζιλεύομαι8. «γίνομαι θηρίο ή σκυλί ή Τούρκος» — εξοργίζομαι, θυμώνω φοβερά9. «γίνομαι θυσία» — δείχνω υπερβολική προθυμία ή ζήλο, θυσιάζομαι10. «γίνομαι καπνός ή άφαντος ή αχνός» — εξαφανίζομαι τελείως, αποχωρώ απότομα ή οριστικά11. «γίνομαι κομμάτια»α) κομματιάζομαι, σπάωβ) θυσιάζομαι, προσπαθώ με κάθε μέσο ή ταλαιπωρία να φανώ χρήσιμος12. «γίνομαι περδίκι» — θεραπεύομαι τελείως, γιατρεύομαι13. «γίνομαι πετσί και κόκαλο» — αδυνατίζω πολύ, εξασθενώ14. «γίνομαι σαν το κερί ή το φλουρί» — χάνω το χρώμα μου, κιτρινίζω, χλομιάζω15. «γίνομαι το ένα»α) συνάπτω δεσμό συγγένειας με γάμο, ενώνομαι με κάποιονβ) εξομοιώνομαι, μοιάζω πολύ με κάποιον16. γινόμαστε από δυο χωριά» — ερχόμαστε σε σύγκρουση, σε διάσταση, μαλώνουμε.17. «γίνονται όλα μέλι γάλα» — όλα τακτοποιούνται, ρυθμίζονται, λύνεται η παρεξήγηση18. «έγιναν γης Μαδιάμ» — γκρεμίστηκαν, καταστράφηκαν, αναστατώθηκαν19. «έγιναν μαλλιά κουβάρια»α) (για πρόσωπα) μάλωσαν, συνεπλάκησανβ) (για πράγματα) ανακατώθηκαν, περιήλθαν σε μεγάλη αταξία20. «γίνεται λόγος» — συζητείται, διαδίδεται, αναφέρεται21. «τί να γίνει!» ή «τί να κάνουμε!» για δήλωση απορίας ή αδιέξοδου22. «δεν ξέρω τί μού γίνεται»α) δεν έχω πείρα ή γνώση σε κάτι, αγνοώ εντελώςβ) βρίσκομαι σε σύγχυση23. «γίνομαι έξαλλος» — οργίζομαι, αγανακτώ||αρχ.-μσν.1. κατάγομαι2. φρ. «γίνομαι έξ ἀνθρώπων» — πεθαίνωμσν.φρ.1. «ἄλλος έξ ἄλλου γίνομαι» — γίνομαι έξαλλος, αγανακτώ2. «γίνομαι χαράς» — γεμίζω από χαράαρχ.1.1. (για μέτρα, μονάδες κ.λπ.) είμαι ίσος με, ισοδυναμώ2. (στα μαθ.) πολλαπλασιάζομαι3. (για χρηματικά ποσά) καθορίζομαι, ανέρχομαι σε4. (για θυσίες, οιωνοσκοπίες κ.λπ.) «βγαίνω», αποβαίνω ευνοϊκός5. (με δοτ.) τυχαίνω, «πέφτω» σε κάποιον, τού ανήκω (κυρίως για τις συζύγους)6. (η μτχ. ενεστ.) γιγνόμενοςκανονικός, ομαλός, συνήθης7. (μτχ. παρακμ.) ὁ γεγονὼς ἀριθμός» — το σύνολο, το άθροισμα8. (το ουδ. τής μτχ. μέλλ. Ως ουσ.) το γενησόμενοντο μέλλον9. (το ουδ. μτχ. αορ. ως ουσ.) τό γενόμενονσυμβάν, γεγονόςII. φρ.1. «γίγνομαι αυτός προς αύτῷ» — διαλογίζομαι, αυτοσυγκεντρώνομαι, στοχάζομαι2. «γίγνομαι ἀπό τινος»α) (για πράγματα) τελειώνω, τερματίζωβ) (για πρόσωπα) αποχωρίζομαι από κάποιον3) «γίγνομαι διὰ γηλόφων»(για δρόμο) περνώ ανάμεσα από λόφους4) «γίγνομαι δι' ἔχθρας τινί» — γίνομαι εχθρός του5) «γίγνομαι εἴς τι» — μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι σε κάτι6) «γίγνομαι εἰς τόπον» — φτάνω κάπου7) «γίγνομαι ἐξ ἑαυτοῡ» — εκπλήσσομαι, απορώ, εξίσταμαι. 8) «γίγνομαι ἐξ ὀφθαλμῶν τινι» — φεύγω, εξαφανίζομαι από μπροστά του9) «γίγνομαι ἔv τινι» — καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι10) «γίγνομαι ἐν ὀργῇ» — οργίζομαι11) «γίγνομαι ἐν καιρῷ»(για πράγματα) είμαι στον καιρό μου, στην εποχή μου, είμαι στην ώρα μου12) «γίγνομαι ἐπί τινι»α) φτάνω κάπουβ) περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγ) περιέρχομαι σε... δ) τοποθετούμαι, ορίζομαι επάνω σε κάποιον ως κυβερνήτης13) «γίγνομαι ἐπ' ἐλπίδος» — ελπίζω14) «γίγνομαι ἐφ' ἐαυτοῡ (ή «ἐφ' ἡμῶν αυτῶν»)είμαι, μένω μόνος15) «γίγνομαι κατά τινα ή τι» — βρίσκομαι κοντά ή απέναντι σε κάποιον16) «γίγνομαι κατά συστάσεις» — κατανέμομαι σε ομάδες, σχηματίζω ομάδες17) «γίγνομαι καθ' αὐτούς» — είμαι μόνος μου18) «γίγνομαι μετά τινος ή σύν τινι» — είμαι μαζί του19) «γίγνομαι παρά τι» — εξαρτώμαι20) «γίγνομαι περί τι» — ασχολούμαι με21) «γίγνομαι πρό οδού» — προχωρώ, προπορεύομαι22) «γίγνομαι πρός τῇ καρδίᾳ» — βρίσκομαι δίπλα, κοντά23) «γίγνομαι πρός τινι» — πλησιάζω24) «γίγνομαι πρός τινος» — κλίνω, αποκλίνω σε κάποιον ή κάτι25) «γίγνομαι ὐπό τινι»α) υπόκειμαι, είμαι υποτελήςβ) βρίσκομαι κάτω από την προστασία κάποιου26) «γίγνεταί τι εἲς τινα» — περιέρχεται, μεταβιβάζεται, ανήκει κάτι σε κάποιον27) «εὖ (ή καλώς ή ἡδέως) γίγνεται (τινί)»α) ας είναι, «πάει καλά!», καλώςβ) υπάρχει ευημερία, ευτυχία, χαρά (για κάποιον)(αρχ.-νεοελλ.) (το απρμφ. ενεστ. ως φιλοσοφικός όρος) το γίγνεσθαι1. η δημιουργία, η μετάβαση από την ανυπαρξία στην ύπαρξη2. η προοδευτική κίνηση με την οποία τα πράγματα δημιουργούνται ή μεταβάλλονται(το ουδ. μτχ. παρακμ.) το γεγονός ή τα γεγονότααυτό ή αυτά που έχουν συμβεί.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη με αρχική σημασία «γεννώ», που απαντά ήδη στον Όμηρο με τη σημασία «γίνομαι, δημιουργούμαι», για να καταλήξει να λειτουργεί ως συνδετικό ρήμα, υποκατάστατο τού ρήματος είμαι (Όμηρος, Ιων.-Αττ.), χρήση με την οποία επικράτησε και στη Νεοελληνική, ενώ για να δηλωθεί η έννοια «φέρνω στη ζωή, τεκνοποιώ» πλάστηκε το ρ. γεννώ*. Αρκετές είναι εξάλλου και οι ιδιάζουσες σημασιολογικές χρήσεις που αναπτύχθηκαν στο γίγνομαιπρβλ. αρχ. γίγνομαι εἰς τόπον «φτάνω κάπου» (βλ. σημασίες τού ρ.). Ο ενεστ. γί-γν-ομαι αποτελεί αναδιπλασιασμένο τ. με θέμα σε μηδενισμένη βαθμίδα *gn-, που απαντά επίσης στα σύνθετα νεο-γν-ός, ομό-γν-ιος (απαθής βαθμίδα *gen - «γεννώ, παράγω», πρβλ. γένος), ενώ η ετεροιωμένη βαθμίδα *gon- εμφανίζεται στα γόνος, γονή. Παράλληλα προς τις μονοσύλλαβες το θέμα εμφανίζει και δισύλλαβες μεταπτωτικές βαθμίδες, δηλ. γενε- < *gen∂1 - (πρβλ. γενεά, γένεσις, γενετή, γενέθλη, γένεθλον, γενετήρ, γενέτειρα, γενετής, γενέτωρ, γνη - < *gn∂1 (πρβλ. γνήσιος < *γνητός, ετερόγνης, ίγνητες, καθώς και σύνθετα σε -γνητος, όπως αείγνητος, εύγνητος, κασίγνητος, ομόγνητος), σπανιότατα δε, τέλος, γνω - < *gne∂3, που μαρτυρείται πιθ. στο επίθ. γνωτός (βλ. όμως και γιγνώσκω). Εκτός τού τ. γίγνομαι ευρύτατα διαδεδομένο είναι και το γίνομαι (Ιων., μεταριστοτελική εποχή, Κοινή, Νεοελληνική), που προήλθε με αποβολή του -γ- και έκταση < *gĭynomai < *ginnomai, από τροπή τού -η- σε -y- < *gĭynomai, από ερρίνωση τού δεύτερου -g- λόγω ανομοιώσεως προς το πρώτο (πρβλ. γιγνώσκω - γῑνώσκω). Μαρτυρούνται επίσης οι διαλεκτικοί τύποι γίννομαι (κρητ.) (< *giņnomai, με αφομοίωση < *gĭgnomai) και γίνυμαι (θεσσαλ., βοιωτ.) αναλογικά προς ενεστωτικούς τύπους σε -νυ -μαι. Αναπόδεικτη παραμένει η ετυμολογική σχέση μεταξύ των ρημάτων γίγνομαι και γιγνώσκω (βλ. και γιγνώσκω). Αξιοσημείωτο είναι ότι πολλοί όροι διαφόρων ινδοευρ. γλωσσών παρουσιάζουν μορφολογική ή σημασιολογική ταύτιση προς τους αντίστοιχους τής οικογένειας τού γίγνομαι. Έτσι το ρ. γίγνομαι αντιστοιχεί προς το λατ. ενεργ. -μτβ. gigno «γεννώ» — το γένος προς τα λατ. genus, αρχ. ινδ. jάnαsτο γόνος προς το αρχ. ινδ. jάna- «φυλή, άνθρωποι» — τα γενέτωρ, γενετήρ προς ταλατ. genitor, αρχ. ινδ. jάnitar- και janitάr -, το δε γενετή προς το Genita Māna, ονομασία λατινικής θεότητας. Τέλος, το νεογνός παρουσιάζει αντιστοιχία προς το λατ. privignus «προγονός», γοτθ. niukhahs, ενώ για το ομόγνιος πρβλ. γαλατ. Ate gnia.ΠΑΡ. γενεά, γένεσις, γενέτειρα, γενετής, γνήσιος, γονή, γόνοςαρχ.γενέθλη, γένεθλον, γενετήραρχ.-μσν.γενητός, γενέτωρ.ΣΥΝΘ. καταγίνομαι, νεογνός, παραγίνομαιαρχ.αείγνητος, απογίγνομαι, διαγίγνομαι και διαγίνομαι, Διόγνητος, εγγίγνομαι και εγγίνομαι, εισγίγνομαι, εκγίγνομαι, επιγίγνομαι και επιγίνομαι, ετερόγνης, εύγνητος, καταγίγνομαι, κασίγνητος, ομόγνητος, ομόγνιος, παραγίγνομαι, περιγίγνομαι και περιγίνομαι, προγίγνομαι και προγίνομαι, προσγίγνομαι και προσγίνομαι, συγγίγνομαι και συγγίνομαι, υπεργίγνομαι, υπογίγνομαι και υπογίνομαινεοελλ.αγουρογίνομαι, απογίνομαι, καλογίνομαι, ματαγίνομαι, ξαναγίνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.